χαίρω πολύ !

χαίρω πολύ !
  драго  ми  е !

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαίρω — (σε έκφρ. όπως χαίρω πολύ, χαίρετε κτλ.) βλ. πίν. 211 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — και χαίρομαι χάρηκα 1. είμαι γεμάτος χαρά, είμαι ευχαριστημένος: Χάρηκα πολύ που είσαι καλά. 2. απολαμβάνω κάτι, έχω στην κατοχή μου κάτι: Τα χαίρεται τα πλούτη του. 3. φρ., «Nα χαίρεσαι τη γιορτή σου», ευχή που απευθύνεται σ αυτόν που γιορτάζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • σφόδρα — ΝΜΑ επίρρ. (κυρίως με ρήματα) πέρα από το κανονικό, πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν», Ελύτης β. «σφόδρα χαίρω», πάπ.) μσν. αρχ. 1. α) (με ρήματα) i) με σφοδρότητα, ορμητικά, βίαια («καὶ σφόδρα πείθει», Σοφ.) ii) …   Dictionary of Greek

  • πολυχαρής — Μεσσήνιος Ολυμπιονίκης. Επειδή αδικήθηκε από το συνεταίρο του Σπαρτιάτη Εύαιφνο, πήγε στη Σπάρτη και ζήτησε την τιμωρία του. Οι Σπαρτιάτες όμως αδιαφόρησαν και ο Π., αφού σκότωσε τον Εύαιφνο, συνέχισε να σκοτώνει και κάθε Σπαρτιάτη που συναντούσε …   Dictionary of Greek

  • υπερχαίρω — ὑπερχαίρω ΝΑ χαίρω πάρα πολύ, νιώθω πολύ μεγάλη χαρά (α. «καίπερ ὑπερχαίρων, ὅταν ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», Ξεν. β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῑς γάμοις αὐτοῡ», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… …   Dictionary of Greek

  • καταχαίρω — (AM καταχαίρω) νεοελλ. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) καταχαρούμενος, η, ο α) αυτός που διακατέχεται από μεγάλη χαρά, ο περιχαρής β) (για τόπους, οικοδομές κ.λπ.) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρά, που έχει χαρούμενη όψη νεοελλ. μσν. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόχαρτος — μεγαλόχαρτος, ον (Α) αυτός που χαίρεται πολύ για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + χαρτος (< χαρτός < χαίρω), πρβλ. αγλαό χαρτος, κακό χαρτος] …   Dictionary of Greek

  • πασίχαρος — η, ο ο πολύ χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + χάρος (< χαίρω), πρβλ. πρόσ χαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”